γιάφκα

γιάφκα
η
1. χώρος μυστικών συγκεντρώσεων ομάδων επαναστατικών κομμουνιστικών οργανώσεων που ζουν στην παρανομία
2. σύνθημα αναγνωρίσεως μεταξύ τών μελών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη σλαβικής προελεύσεως].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • γιάφκα — η (λ. ρωσ.), μυστικά μέρη όπου κρύβουν τον οπλισμό τους όσοι πρόκειται να διαπράξουν παράνομες ή αντικαθεστωτικές πράξεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”